- επανεμφανίζω
- επανεμφάνισα, επανεμφανίστηκα, επανεμφανισμένος, μτβ., εμφανίζω κάτι ξανά, επαναλαμβάνω την εμφάνισή του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επανεμφανίζω — εμφανίζω ξανά, επαναλαμβάνω την εμφάνιση … Dictionary of Greek